περδικοθήρας

περδικοθήρας
περδικοθήρᾱς , περδικοθήρας
partridge-catcher
masc acc pl
περδικοθήρᾱς , περδικοθήρας
partridge-catcher
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περδικοθήρας — ο, ΝΑ 1. ο κυνηγός πέρδικας 2. είδος γερακιού με βασική λεία την πέρδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • περδικοθήρας — ο αυτός που κυνηγά πέρδικες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”